- φόσσα
- (I)η, Νζωολ. διεθνής κοινή ονομασία τού σαρκοφάγου θηλαστικού Cryptoproctus ferox.[ΕΤΥΜΟΛ. < νεολατ. fossa].————————(II)ἡ, Αόρυγμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. fossa «τάφρος, όρυγμα»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.